- χορτοβολών
- (-ώνος) ο сеновал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορτοβολώνας — ο / χορτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. ών (πρβλ. σιτο βολών)] … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek